
Ψηλός, αδύνατος, μαύρο μαλλι μπούκλα και πάντα-πάντα-πάντα γελαστός.
Ο καλύτερος φίλος του πρώην έρωτά μου, οι δυό τους αποτελούσαν τον ορισμό της ρήσης «Τα αντίθετα έλκονται»! Γίναμε κι εμείς φίλοι, στην αρχή με αντιμετώπιζε καχύποπτα και ειρωνικά σε στυλ «Τι-να-μας-πεί-τώ-ρα-και-το-νιά-νια-ρο», το οποίο φυτεύτηκε στην παρέα τους εν μια νυκτί και παρέμεινε για…πω πω…αιώνες…
Σιγά σιγά τα βρήκαμε. Σε όλα. Αν δεν ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερος θα πίστευα στάνταρ πως ο Ερυθρός Σταυρός απέτυχε ν’αποκαλύψει την απάτη με το χαμένο δίδυμο αδερφό μου…Αναπτύξαμε αυτόνομη σχέση, μεταμεσονύχτια τηλέφωνα, βόλτες με τη μηχανή, συζητήσεις επί συζητήσεων για τις οικονομικές του ανασφάλειες, τα ερωτικά του, το κεφάλι του που γύριζε κάθε τρείς και πέντε τσακίζοντας ακόμα και ζωές…τη σχέση του με τη Λ…
Ο αγαπημένος μου μας αντιμετώπιζε συγκαταβατικά, όπως θα έκανε αν φιλοξενούσε τα καθυστερημένα ξαδερφάκια του. Κι εμείς τον φωνάζαμε κοροιδευτικά «μπαμπά»…όμορφες μέρες, χρυσές θα έλεγα τώρα που τα σκέφτομαι…
«Πάρε τον κολλητό σου και πές του να κόψει τις μαλακίες γιατί το έχει παραγαμήσει», ακούω τον έρωτά μου να ωρύεται στο τηλέφωνο κάποιο πρωί, ένα χρόνο πριν…Ο Σ. σε δύο μήνες θα παντρευόταν με τη Λ. Τα τελευταία χρόνια ήταν και δεν ήταν μαζί. Δεν ήταν η γυναίκα της ζωής του, ήταν όμως γλυκιά και απροστάτευτη και της είχε αδυναμία. Είχε κάνει και το μοιραίο λάθος ν’αρχίσει να μπαινοβγαίνει μέσα στο σπίτι της, να κάνει κολλητηλίκια με αδέρφια, ξαδέρφια, γονείς και δε συμμαζεύεται, τον ικέτευα να το κόψει αλλά «Ναι ρε γαμώτο, είναι όμως γαμώ τα παιδιά ο ξάδερφός της, δηλαδή και να χωρίσουμε εγώ τον θέλω για φίλο μου», ο αυθορμητισμός του τον παρέσερνε πάντα και καθώς και η Λ. ηταν τρελή και παλαβή μαζί του τον έπαιρνε να της κάνει τη ζωή μαύρη και τη δική του χαρισάμενη.
Εξαφανιζόταν, έκλεινε τηλέφωνα, γύρνούσε με γκόμενες, ερωτευόταν, του πέρναγε, του ξαναρχόταν, κραιπάλιαζε, συνερχόταν, υπέκυπτε για μια ακόμη φορά στα κλάματα της Λ. μέχρι που της έκανε πρόταση γάμου. Ο καλός μου ενθουσιάστηκε γιατί τη συμπαθεί πολύ, εγώ φρίκαρα γιατί ενώ τη συμπαθούσα ήξερα τι της έμελλε να περάσει. Τη μέρα λοιπόν που το «παραγάμησε» είχε δηλώσει στη Λ. πως δε θέλει να παντρευτεί και να πάνε να γαμηθούνε και τα προσκλητήρια και τα ξαδέρφια της από τη Λάρισσα που θα την κοροιδεύουν και τα έπιπλα θα τα πληρώσει και θα τους τα χαρίσει…Η Λ. τον ικέτευσε να παντρευτούν και ας χωρίσουν σε ένα μήνα, τέτοια ξεφτίλα δεν άντεχε να την ξαναπεράσει.
Η συμπεριφορά του ήταν too much ακόμη και για μένα που έχω κατανόηση για τέτοιου είδους καταστάσεις.
Τον βρήκα, του μίλησα ειλικρινά, δεν είμαι από τα άτομα που ρίχνουν όλο το φταίξιμο στον έναν αλλά…την ήξερε τόσα χρόνια τη Λ…δε γινόταν να της τη φέρει έτσι, στην τελική ας την άφηνε ελεύθερη νωρίτερα, δεν της άξιζε να γίνει ρόμπα, όχι για το γάμο, σιγά, αυτό ήταν το τελευταίο, αλλά για όλες τις φορές που τον είχε υπερασπιστεί με σθένος απέναντι στις «φωνές της λογικής» του κύκλου της.
Με τα πολλά τον έπεισα. Ο γάμος έγινε. Μετά από τρείς μήνες που πέρασαν έτσι κι έτσι γιατί η Λ. δεν του είχε πλέον καμιά εμπιστοσύνη, ήρθε και η εγκυμοσύνη της.
Σκόπευαν να το καθυστερήσουν γιατί τα οικονομικά τους ήταν χάλια αλλά φυσικά κράτησαν το μωρό. Όλα πήγαιναν καλά μέχρι τη μέρα του υπέρηχου.
« Είσαι σπίτι? Περνάω να σε παρω, μην πείς όχι», άκουσα την παγωμένη του φωνή στο τηλέφωνο.
«Τρίδυμα»?, δεν πίστευα αυτό που άκουγα. Ναι, μου εξήγησε ο Σ, η Λ. έπαιρνε πολλές ορμόνες από μικρή εξαιτίας ιατρικών δυσκολιών, συμβαίνει συχνά κτλ κτλ, αλλά το θέμα είναι πως ο προυπολογισμός τους δεν αντέχει ένα παιδί, πως θ’αντέξει τώρα τρία? «Το κεφάλι μου πάει να σπάσει» κατέληξε, «Που είναι τώρα η Λ.», ρώτησα εγώ, «Μετά το γιατρό την παρκαρα στη μάνα της κι εξαφανίστηκα, δε μπορώ, δε μπορώ να το συζητήσω μαζί της τώρα, καταλαβαίνεις?» με ρωτούσε επίμονα και μια φλέβα έκανε γκελ πάνω στον κρόταφό του, νόμιζα πως θα του πεταχτεί έξω…
« Πήγαινε ρε μαλάκα στην κοπέλα, μα τόσο εγωιστής είσαι πιά..», ξέσπασα,
«Ναι, ανάγκη που την έχετε εσείς οι γυναίκες, μου είπε βαριά, όλα εύκολα τα βρίσκετε, και μη μου πείς κι εσύ πως όλα γίνονται γιατί πίστευα πως εσύ τουλάχιστον θα καταλάβεις…», μείναμε λίγο σιωπηλοί, μετά μου είπε «Έχεις δίκιο, πρέπει να πάω…», έφυγε, δεν πήγε, την κοπάνησε πάλι, πήγε σ’’ένα φίλο του στο βουνό και μετά από ένα τριήμερο τον έφεραν οι δικοί του πίσω σηκωτό, είχα τύψεις, και για τη Λ. και γι ’αυτόν…όταν γύρισε ψιλοφοβήθηκα, είχε αυτό το χαμένο βλέμμα της αγελάδας αλλά έπεσαν όλοι πάνω του, ο πεθερός του τους πρότεινε να πάνε επαρχία για πιο καλά να τους βοηθήσουν και με τα παιδιά, ο πατέρας του του υποσχέθηκε οικονομική ενίσχυση και αν μετακόμιζαν η Λ. μόλις ξεπέταγε τα παιδιά θα μπορούσε να δουλέψει στην επιχείρηση ενός θείου της στη Β.Ελλάδα.
Πόσο μετανιώνω τώρα που συμμετείχα κι’εγώ σ’αυτή την ηλίθια αισιοδοξία που προσπαθούσαμε να του μεταδώσουμε όλοι μας…Ακόμη και ο καλός μου που ανήκει στη σχολή του «όλα γίνονται» μου εξομολογήθηκε μια μέρα πως φοβάται πως ο Σ. κλεισμένος σε ένα σπίτι στην επαρχία με τη Λ. και τρία παιδιά, μακριά από την παρέα και με τα πεθερικά του στο ίδιο σπίτι, σίγουρα θα φουντάρει από κανα μπαλκόνι…έβαλα τα κλάματα, «Τι να κάνουμε», τον ρώτησα, «Τώρα τίποτα, μου απάντησε, το ποτάμι δε γυρίζει πίσω…και τα προφυλακτικά στο περίπτερο τα πουλάνε…», πρόσθεσε παγωμένα. Μεσολάβησε και ο δικός μας χωρισμός εκείνη την περίοδο οπότε δεν ασχολήθηκα ιδιαίτερα με το Σ. και τη Λ….μου έμεινε όμως η φράση του όταν έμαθε πως χωρίσαμε, «σας ζηλεύω…».
Το κινητό μου χτυπούσε επίμονα, όλη τη νύχτα. Ο Τ…πάλι λιώμα θα είναι, δεν το σηκώνω, σκέφτηκα, δεν αντέχω άλλο βρισίδι…εκείνο συνέχιζε,το σήκωσα.
Μακάρι να μην το έκανα. Ο Τ. μου το είπε όσο πιο μαλακά μπορούσε. Ανεύρυσμα, είπαν στο νοσοκομείο, μπορεί να το είχε από πολύ μικρός, δε φαίνεται στις εξετάσεις. Εκεί που έπινε καφέ με τη Λ. ξαφνικά άρχισε να της λέει μαλακίες, η κοπέλα νόμιζε πως της κάνει πλάκα, μετά κατάλαβε πως δεν είναι αστείο, κάλεσε ασθενοφόρο, μέχρι να φτάσουν στο νοσοκομείο λιποθύμησε…δεν ξαναξύπνησε ποτέ. Τον κοιμίσαμε όλοι μαζί, όπως τότε. Ένιωσα πολύ ξένη σ’αυτή την κηδεία.
Πολύ μακριά. Μου πέρασε από το μυαλό πως ο καθένας μας εκεί μέσα κήδευε άλλο άνθρωπο. Το μόνο κοινό που είχαμε όλοι μας ήταν το σώμα μπροστά μας. Έφυγα αμέσως. Δεν ήθελα να μιλήσω σε κανέναν τους. Ούτε μίλησα σε κανέναν δικό μου, δεν ένιωσα καμία ανάγκη. Την ανάγκη τη νιώθω τώρα…γιατί έχει περάσει ένας μήνας.
Και γιατί σε καμιά ώρα θα πάω να δώ τη Λ. στο μαιευτήριο, γέννησε χτες...