
Άργησα αλλά επιτέλους ανταποκρίνομαι στις προσκλήσεις πολλών από'σας.
Δεν είμαι καταθλιπτική, αντιθέτως πιστεύω πως τα ποιήματα που παραθέτω κρύβουν τη μεγαλύτερη δόση ρεαλισμού που έχω συναντήσει...
Προσοχή λοιπόν στην ανάγνωση και να θυμάστε πως πρέπει όλοι μας να κυνηγάμε μέχρις εσχάτων τα όνειρά μας για να μήν εμπνευστούμε και γράψουμε ποτέ κάτι τέτοιο...
ΘΟΛΟΥΡΑ
Σηκώθηκε και τους ετοίμασε τέλεια το πρωινό με μαθηματικές κινήσεις.
Τους χαιρέτησε:
Στο καλό σας αγαπάω μην αργήσετε απ' το σοφά γυαλισμένο κεφαλόσκαλο.
Τίναξε το χαλί έπλυνε φλιτζάνια και τασάκια μιλώντας μόνη της.
Eβαλε το φαΐ στην κατσαρόλα κι άλλαξε το νερό στα βάζα.
Ένιωσε έξυπνη στο μανάβικο
χαμογέλασε συγκαταβατικά στην κομμώτρια
αλλοτριώθηκε στην αποθήκη καλλυντικών
κι αγόρασε εκδόσεις «ΚΥΤΤΑΡΟ»
τη «ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΣΤΟΝ ΑΝΔΡΙΚΟ ΚΟΣΜΟ».
Έστρωσε το τραπέζι την ώρα που χτύπαγε το κουδούνι
όμορφη έξυπνη κι ενημερωμένη στα κοινά.
Το παιδί κοιμήθηκε κι ο άντρας την ακούμπησε από πίσω.
Αυτή χαχάνισε όπως είχε δει σ' ένα διαφημιστικό και τούπε με χοντρή σεξουαλική φωνή: Έλα
την πήδηξε τέλειωσε και ξεράθηκε.
Η γυναίκα σηκώθηκε με προσοχή για να μην τον ξυπνήσει
έπλυνε τα πιάτα μιλώντας μόνη της
άνοιξε τα παράθυρα να φύγει η τσικνίλα.
Έκανε τσιγάρο άνοιξε το βιβλίο και διάβασε:
«... μόνο όταν οι γυναίκες απαιτήσουν ενεργητικά θα υπάρξει ελπίδα γι ' αλλαγή»
και πιο κάτω:
"ΝΑI ΑΛΛΑ ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ ΣΗΜΕΡΑ ΧΡΥΣΗ ΜΟΥ ΤI ΕΚΑΝΕΣ ΣΗΜΕΡΑ;"
Σηκώθηκε με προσοχή πήρε το καλώδιο της ψήστρας
τόσφιξε καλά στο λαιμό του άντρα της
κι έγραψε κάτω από την ερώτηση του φεμινιστικού κινήματος:
¨"ΕΠΝΙΞΑ ΕΝΑΝ."
Ύστερα πήρε το 100
και μέχρι νάρθουν κοίταξε το ωροσκόπιό της στη ΓΥΝΑIΚΑ.
Κατερίνα Γώγου
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά, σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.
Για το Μαδράς, τη Σιγγαπούρ, τ' Αλγέρι και το Σφαξ
θ' αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
κι εγώ, σκυφτός σ' ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.
Θα πάψω πιά για μακρινά ταξίδια να μιλώ,
Θα πάψω πιά για μακρινά ταξίδια να μιλώ,
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα 'χω πιά ξεχάσει,
κι η μάνα μου, χαρούμενη, θα λέει σ' όποιον ρωτά :
"Ηταν μιά λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει . . . "
Μα ο εαυτός μου μιά βραδιάν εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο, ως ένας δικαστής στυγνός, θα μου ζητήσει,
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,
θα σημαδέψει, κι άφοβα το φταίστη θα χτυπήσει.
Κι εγώ, που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
Κι εγώ, που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες
,θα 'χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.
Νίκος Καββαδίας